Προέλευση Ονομασίας

Υπάρχουν αρκετές εκδοχές για την προέλευση της ονομασίας του χωριού. Οι κυριότερες είναι:

1η εκδοχή

Το 1821 προκειμένου οι Τούρκοι να προλάβουν την γενίκευση της ελληνικής επανάστασης και στην Κρήτη, σχεδίασαν σφαγές σε όλο το νησί. Ο τοπάρχης (διοικητής) της Σητείας Ιμπραήμ Αφεντακάκης έδωσε διαταγή στους στρατιώτες να συγκεντρώσουν αρκετούς Έλληνες από τα χωριά Αχλάδια, Ζήρος, Τουρτούλοι, Χοχλακιές και τις γύρω από αυτά περιοχές και να τους εκτελέσουν. Στις 29 Ιουνίου 1821 σφαγιάσθηκαν περίπου 1000 άτομα. Οι Έλληνες κάτοικοι του Παρασπορίου μόλις πληροφορήθηκαν την σφαγή στα Αχλάδια, έφυγαν από το χωριό. Όταν οι Τούρκοι επισκέφθηκαν το χωριό και έμαθαν για την φυγή των Ελλήνων, είπαν ότι παρασπόρισαν και έτσι ονομάστηκε το χωριό Παρασπόρι.

2η εκδοχή

Παρεμφερής με την προηγούμενη είναι η παρούσα εκδοχή. Την περίοδο της επανάστασης του 1821 οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν να θανατώσουν τους Έλληνες κάτοικους. Την πρόθεση τους αυτή γνωστοποίησε το προηγούμενο βράδυ της προγραμματισμένης σφαγής στους Έλληνες, ένας Τούρκος που είχε φιλία μαζί τους, οι οποίοι όταν το έμαθαν έφυγαν από το χωριό. Οι Τούρκοι που το έμαθαν την επόμενη μέρα, είπαν ότι παρασπόρισαν και προέκυψε η ονομασία.

3η εκδοχή

Οι κάτοικοι του χωριού ήταν κυρίως Τούρκοι αλλά και Έλληνες. Επειδή στο χωριό δεν κατοικούσαν μόνο γνήσιοι Έλληνες ή γνήσιοι Τούρκοι ονομάστηκε Παρασπόρι (Παρα-σπορά).

4η εκδοχή

Η ονομασία του χωριού οφείλεται σε κάποιον άρχοντα του χωριού. Ίσως να είναι και η πιο πιθανή αφού το χωριό εμφανίζεται στις απογραφές των Ενετών (πριν τους Τούρκους) ως Παρασπόρι.

Ετυμολογία

- Παρασπόρι: Μέρος τσιφλικιού που καλλιεργείται δίχως ρόγα (ρόγα: ετήσιος μισθός υπηρέτη σε αγρότες, κτηνοτρόφους).

- Ο όρος παρασπόρι είναι καθαρά γεωργικός, σημαίνει μικρή σπορά, μικρή έκταση σπαρμένης γης. Και συγκεκριμένα: όταν κάποιος έδινε τα χωράφια του μισακά ή τριτάρικα στο σέμπρο του και ιδίως όταν το χωράφι ήταν χρόνια ακαλλιέργητο και άγριο, τότε έλεγε στο σέμπρο: « πάρε αυτό το κομμάτι γης, ημέρεψέ το, και ότι κάμει είναι δικό σου». Αυτό το κομμάτι το λένε παρασπόρι.

- Ο Π. Ν. Παπαρούνης στο έργο του «Τουρκοκρατία» (σελ.223) γράφει:
Οι περισσότεροι Έλληνες της υπαίθρου δούλευαν στα ξένα κτήματα και τέσσερις ήταν οι τρόποι αμοιβής τους: το τριτάρικο, το μισακάρικο, η αποκοπή και το παρασπόρι.

– Στο τριτάρικο ο καλλιεργητής τα έβαζε όλα, σπόρο και δουλειά, και έδινε το 1/3 της παραγωγής στον αφέντη.

– Στο μισακάρικο ή συντροφικό ή σεμπριά, ο δουλευτής ή σέμπρος ή κολίγας (με την οικογένειά του) έβανε τη δουλειά, ο ιδιοκτήτης έβανε το σπόρο και μοιράζονταν την παραγωγή μισή-μισή.

– Στην αποκοπή ή γεώμορο ο δουλευτής πληρωνόταν ένα ποσό σε γρόσια ή σε είδος, για να καλλιεργήσει την έκταση που συμφωνούσαν.

– Τέλος η χειρότερη συμφωνία ήταν του παρασποριάρη, μια λέξη που ακόμη και σήμερα λέγεται περιφρονητικά για το δουλευτή και σημαίνει τον άνθρωπο που δεν έχει ούτε χωράφι ούτε σπόρο. Ήταν ο ραγιάς που με το ζευγάρι του δούλευε από το πρωί ως το βράδυ στα ξένα χωράφια. Ο αφέντης τού έστελνε το κολατσιό και το γιόμα και σαν ετέλειωνε το βράδυ, του έδινε το μεροκάματο που είχαν συμφωνήσει, κατά κανόνα σε είδος, τόσο λίγο όμως, που ήταν το παρασπόρι, δηλαδή ό,τι περίσσευε από το σπόρο της ημέρας.

 

Ο ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Το Παρασπόρι βρίσκεται μεταξύ των χωριών Χαμέζι, Αχλάδια και Σκορδίλο σε περίοπτη θέση. Αποτελείται από δύο συνοικισμούς και κατοικούνταν αποκλειστικά από Οθωμανούς, οι οποίοι κατά την απογραφή του 1881 ανέρχονταν σε 224.

            Ο αποκλεισμός του Παρασπορίου έγινε εξ’αρχής με τα άλλα χωριά της επαρχίας Σητείας. Παρά την στενή πολιορκία από πολλούς επαναστάτες, δεν μπορούσαν να το καταλάβουν, λόγω της θέσεως του αλλά και της γενναίας άμυνας που επέδειξαν οι Οθωμανοί υπό την αρχηγία του γενναίου και ευφυέστατου Μουσταφά Βρουβάκη. Πολλές φορές προτάθηκε στους αμυνόμενους να παραδώσουν τα όπλα υπό τον όρο να οδηγηθούν με ασφάλεια στη Σητεία, αλλά οι Οθωμανοί που είχαν συγκεντρωθεί στον νότιο συνοικισμό, έχοντας άφθονα τρόφιμα πολεμοφόδια και νερό που έτρεχε δίπλα στο χωριό, αρνούνταν και συνέχιζαν να υπερασπίζονται τις θέσεις τους, επί πολλές ημέρες. Στη διάρκεια της ανταλλαγής πυροβολισμών οι Οθωμανοί σκότωσαν τους καταγόμενους από το Χαμέζι Νικόλαο Γαλετάκη και από τα Έξω Μουλιανά Κωνσταντίνο Βερυγάκη.

            Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Παρασπορίου και συγκεκριμένα στις 5 Φεβρουαρίου, κατέπλευσαν στη Σητεία Ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία και την επόμενη μέρα αποβίβασαν στην πόλη αγήματα και έθεσαν τους Οθωμανούς υπό την προστασία τους.

            Στις 7 Φεβρουαρίου έλληνες αξιωματούχοι πήγαν στο οθωμανικό νεκροταφείο που βρίσκονταν λίγο έξω από την πόλη προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για το σκοπό της παρουσίας των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Οι Οθωμανοί όταν αντιλήφθηκαν την παρουσία των ελλήνων, ειδοποίησαν τους αρχηγούς των Ευρωπαϊκών δυνάμεων θέλοντας να επωφεληθούν την ευκαιρία και να ζητήσουν από τους έλληνες την άρση του αποκλεισμού των χωριών από τους επαναστάτες. Λίγη ώρα αργότερα, Γάλλος αξιωματικός πήγε προς την πλευρά που βρίσκονταν οι έλληνες αξιωματούχοι και μετά τον χαιρετισμό τους ρώτησε για την τύχη των πολιορκούμενων Οθωμανών στο χωριό Συκιά. Οι έλληνες απάντησαν ότι επήλθε πλήρης καταστροφή εξηγώντας τα αίτια αυτής. Ωστόσο ο Γάλλος αξιωματικός δεν ήθελε να ακούσει καμία δικαιολογία λέγοντας «δεν εξετάζω τα αίτια, αρκεί ότι χύθηκε αίμα τόσων ανθρώπων». Στη συνέχεια ζήτησε πληροφορίες για τις πολιορκίες στο Παρασπόρι και τη Ρουκάκα. Οι έλληνες απάντησαν ότι οι πολιορκίες συνεχίζονταν επειδή οι Τούρκοι αρνούνται να παραδοθούν. Τότε παρακάλεσε να μεταβεί στο Παρασπόρι αντιπροσωπεία στην οποία θα μετέχει ο Επίσκοπος και να ενεργήσουν για την λύση της πολιορκίας και της μεταφοράς των πολιορκούμενων στο Πισκοκέφαλο όπου θα σταλεί Γάλλος αξιωματικός για να τους παραλάβει. Οι έλληνες δεσμεύτηκαν ότι θα ενεργήσουν όπως επιθυμεί ο Γάλλος αξιωματικός και το πρωί της επόμενης μέρας πήγε στο Πισκοκέφαλο ο Επίσκοπος Αμβρόσιος και με τον Μιχαήλ Κολυβάκη και άλλους έλληνες μετέβηκε στο Παρασπόρι. Εκεί συναντήθηκαν με τους Έλληνες και τους Τούρκους και τους ανακοίνωσαν τον σκοπό της παρουσίας τους. Οι Χριστιανοί δέχονταν να λύσουν την πολιορκία και να αφήσουν τους Οθωμανούς ελεύθερους αλλά υπό τον όρο να παραδώσουν τα όπλα. Οι Τούρκοι όμως έχοντας πληροφορηθεί τι συνέβη στα Έξω Μουλιανά και στα Αχλάδια, αρνήθηκαν να παραδοθούν στους ντόπιους επαναστάτες δείχνοντας σαφή έλλειψη εμπιστοσύνης και δέχονταν να παραδοθούν μόνο στους Ευρωπαίους στρατιώτες. Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων συνεχίστηκε η πολιορκία στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο χότζας. Η αντιπροσωπεία μετά τις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις επέστρεψε στο Πισκοκέφαλο όπου περίμενε ο Γάλλος αξιωματικός μαζί με τον υποπρόξενο της Γαλλίας στο Ρέθυμνο, Ανδρέα Σαουνάτσο.

            Στη συνέχεια έγινε νέα συνεννόηση μεταξύ του διοικητή των εν Σητεία Διεθνών Δυνάμεων, του Επισκόπου Αμβροσίου και των μελών της νεοεκλεγείσας Διοικητικής Επιτροπής, να μεταβούν ξανά στο Παρασπόρι συνοδευόμενοι από γαλλικό ναυτικό απόσπασμα, προς λύση της πολιορκίας και μεταφοράς των Οθωμανών στη Σητεία υπό την προστασία των Γάλλων στρατιωτών. Την 10η Φεβρουαρίου έγινε η μετάβαση στο Παρασπόρι. Οι έλληνες επέμεναν στην παράδοση των όπλων από τους τούρκους, οι οποίοι ενθαρρυμένοι από την παρουσία των Γάλλων στρατιωτών δέχθηκαν και οδηγήθηκαν με ασφάλεια στη Σητεία.